- αὐλοποιϊκή
- αὐλο-ποιϊκή (sc. τέχνη), ἡ, = foreg., Pl.Euthd.289c:—also [suff] αὐλο-ποιητική, Asp. in EN 15.24: hence Adv.A
-ητικῶς Poll.7.153
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ητικῶς Poll.7.153
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐλοποιικῆς — αὐλοποιική fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλοποιία — αὐλοποιία και αὐλοποιική, η (Α) [αυλοποιός] η τέχνη της κατασκευής αυλών … Dictionary of Greek